-
1 κατισχω
Hom. καταΐσχω (= κατέχω См. κατεχω)1) спускаться, сходить2) сдерживать, удерживать (sc. ἵππους Hom.); med. держать при себе(γυναῖκα νέην Hom.)
3) занимать(ὅλον τὸ σμῆνος Arst.)
; pass. быть занятым(οὔτε ποίμνῃσιν καταΐσχεται - sc. ἥ νῆσος - οὔτ΄ ἀρότοισιν Hom.)
4) направлять, вести(νῆα ἐς πατρίδα γαῖαν Hom.)
См. также в других словарях:
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek